σμύρνη

σμύρνη
σμύρνη
Grammatical information: f.
Meaning: `myrrh' (Hdt., Arist.).
Other forms: σμύρνᾰ (Hp., Arist., Thphr. etc.; Solmsen Wortforsch. 254), also ζμύρνα (Hyp., inscr., pap.), gen. σμύρνης (S., E. a. o.)
Compounds: Compp. ζμυρνό-μελαν (-ανον, -άνιον), -ανος n. `melange of myrrh and ink' (PMag.), ἁλυκό-σμυρνα f. `kind of myrrh' (Hippiatr.).
Derivatives: σμύρνινος (LXX, pap.), -αῖος (AP) `made of m.'; -ίζω `to treat, to season with m., to resemble m.' (Ev. Mark., Dsc.) with -ισις f. (Aët.), -ιάζω ( ?, Alex. Trall.); -ειον (Nic.), -ιον (Dsc., Gal.) n. plantname (after the smell of the seed; Strömberg 62).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Prob. backformation from Σμυρναία (μύρρα) "the Smyrnaean"; Heubeck Beitr. zur Namenforsch. 1, 272 f. with critism of the interpretation, σμύρνα would be a by-form of μύρρα.
Page in Frisk: 2,751-752

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Σμύρνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σμύρνη — I (Izmir τουρκικά). Πόλη (946.294 κάτ.) της δυτικής Τουρκίας στα παράλια του Αιγαίου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (12263 τ. χλμ., 2.316.843 κάτ.). Βρίσκεται μεταξύ του ομώνυμου κόλπου (του Ερμαίου των αρχαίων) στις εκβολές του Κεμέρ Τσαγί,… …   Dictionary of Greek

  • Σμύρνῃ — Σμύρνα of Smyrna fem dat sg (attic epic ionic) Σμύρνη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σμύρνη — η πόλη της Μ. Ασίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σμύρνη — σμύρνα myrrh fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμύρνῃ — σμύρνα myrrh fem dat sg (attic epic ionic) σμύρνα myrrh fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νέα Σμύρνη — Sp Nèa Smirnė Ap Νέα Σμύρνη/Nea Smyrni L Atika, Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Νέα Σμύρνη — Πολή (73.986 κάτ.) της νομαρχίας Αθηνών του νομού Αττικής. Η Ν.Σ., προσφυγικός αρχικά οικισμός, αναπτύχθηκε γοργά σε πολυάνθρωπο δήμο, με ωραίες οικοδομές και αξιόλογη πολιτιστική κίνηση …   Dictionary of Greek

  • Κοραής, Αδαμάντιος — (Σμύρνη 1748 – Παρίσι 1833). Λόγιος και Διδάσκαλος του Γένους. Γόνος εύπορης οικογένειας καταγόμενης από τη Χίο, ο Κ. ανατράφηκε στη Σμύρνη και σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή, η οποία όμως τότε δεν προσέφερε παρά «διδασκαλίαν πολλά πτωχήν,… …   Dictionary of Greek

  • Σμύρνηι — Σμύρνῃ , Σμύρνα of Smyrna fem dat sg (attic epic ionic) Σμύρνῃ , Σμύρνη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Απάρτης, Αθανάσιος — (Σμύρνη 1899 – Αθήνα 1972). Γλύπτης. Έλαβε την καλλιτεχνική του εκπαίδευση στο Παρίσι όπου, από το 1921 έως το 1927, μαθήτευσε στη σχολή Grande Chaumière με δάσκαλο τον Γάλλο γλύπτη Μπουρντέλ. Κατά την παραμονή του στη Γαλλία διακρίθηκε για την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”